ἐριώπης

ἐριώπης
ἐριώπης, ου, , fem. [suff] ἐρι-ῶπις, ιδος, (ὤψ)
A large-eyed, full-eyed, in fem., Hom.Epigr.1.2 : fem. acc.

ἐριώπεα Max.545

(s. v.l.);

ἐρίωπα Id.32

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εριώπης — ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α) αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ωπης (< *ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό πρβλ. ελίκ ωψ, μύ ωψ + κατάλ. ης)] …   Dictionary of Greek

  • ἐριῶπα — ἐριώπης large eyed masc voc sg ἐριώπης large eyed masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριώπην — ἐριώπης large eyed masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”